- διάνοιγμα
- τό1) отверстие, дыра; брешь, пролом; щель; трещина; расселина; 2) расширение, широкое место;
διάνοιγμα πόταμου (λιμένος, οδού) — широкая часть реки (гавани, улицы)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διάνοιγμα πόταμου (λιμένος, οδού) — широкая часть реки (гавани, улицы)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διάνοιγμα — το 1. ρήγμα, σχισμή 2. διεύρυνση, διαπλάτυνση 3. το τμήμα (δρόμου, κοίτης ποταμού κ.λπ.) που έχει διαπλατυνθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < διανοίγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στο περιοδικό σύγγραμμα Αιγιναία] … Dictionary of Greek
διασφήνωση — η (Α διασφήνωσις) 1. διαχωρισμός, διαστολή, διάνοιγμα με σφήνα 2. παρεμβολή σαν σφήνα νεοελλ. εισαγωγή σφήνας για διάνοιξη … Dictionary of Greek